Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Το πρόβλημα με τον καπιταλισμό.

 

Ως γνωστόν, ο καπιταλισμός είναι το χειρότερο οικονομικό σύστημα, αν εξαιρέσει κανείς όλα τα άλλα. Το έχουμε αποδεχτεί ως μια φυσική κατάσταση, σαν δεδομένο στοιχείο του κόσμου μας, σαν την εναλλαγή των εποχών του χρόνου και το Μάικλ Μπουμπλέ τα Χριστούγεννα. Μα ακόμα και φανατικοί υποστηρικτές του αναγνωρίζουν ότι το σύστημα εδώ και καιρό κάπου δεν τα πάει πολύ καλά. Οι κραυγαλέες ανισότητες, οι εξώφθαλμες αδικίες, η συσσώρευση πλούτου και ισχύος από λίγους προνομιούχους την ώρα που εργατικοί, καλά καταρτισμένοι εργαζόμενοι που δεν είχαν την τύχη να γεννηθούν από ήδη πλούσιους γονείς βλέπουν τα εισοδήματά τους και τις προοπτικές τους να βαλτώνουν. Τι πάει στραβά; Είναι ίσως η σημαντικότερη συζήτηση της εποχής μας, αλλά ίσως η πιο προβληματική, καθότι συνήθως διεξάγεται από φανατικούς ένθεν κι ένθεν: από τους επωφελούμενους ραντιέρηδες του συστήματος, και από τους ορκισμένους εχθρούς του καπιταλισμού, που ως μόνη λύση ευαγγελίζονται την καταστροφή του. Αυτές οι κατηγορίες, όμως, μαζί με πολλές συγγενικές τους, είναι μολυσμένες από έναν παραμορφωτικό, σχεδόν θρησκευτικής υφής ζήλο. Πού μπορεί κάποιος να κάτσει να κουβεντιάσει με απλό και κατανοητό τρόπο για τις στρεβλώσεις και τις δυσλειτουργίες του σύγχρονου καπιταλισμού, χωρίς υστερίες και δογματικές παρωπίδες;

Βρήκα ένα εξαιρετικό βιβλίο που υπηρετεί αυτή την ανάγκη υποδειγματικά. Δεν το πιάνει το μάτι σου για διάφορους λόγους. Πρώτον, γράφτηκε το 2011 που -ειδικά για εμάς τους Έλληνες- είναι σαν να λέμε ότι γράφτηκε τον προ-προηγούμενο αιώνα. Δεύτερον, ο τίτλος του αλλά και το εξώφυλλό του δεν σε προδιαθέτουν για τη σοβαρότητα και την ποιότητα του περιεχομένου. Λέγεται “23 Things They Don’t Tell You About Capitalism” και στο εξώφυλλο (στην έκδοση που αγόρασα εγώ, τουλάχιστο) δείχνει μια καρτούν αναπαράσταση μιας στρουθοκαμήλου με το κεφάλι στο χώμα. Κι όμως, το βιβλίο δεν είναι κόμικ, ούτε καμιά ελαφριά βίβλος αυτοβελτίωσης. Ο συγγραφέας του, ονόματι Χα-Τζουν Τσανγκ, είναι οικονομολόγος που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Δεν είναι κομμουνιστής -δηλώνει οπαδός της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλισμού, και δικιά του είναι η παραλλαγή της ρήσης του Τσόρτσιλ για τη δημοκρατία που αποτέλεσε την πρώτη πρόταση αυτού του άρθρου. Αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει τα πολλά προβλήματα με τα οποία ο καπιταλισμός εφαρμόζεται στην πράξη, και επισημαίνει μύθους και ψέματα που διάφοροι εξακολουθούν να πιστεύουν  (και κάποιοι εξακολουθούν εσκεμμένα να αναπαράγουν) για το οικονομικό σύστημα που επικρατεί στη Δύση σήμερα. Το βιβλίο, όπως είπαμε, είναι γραμμένο το 2011, οπότε έχει χάσει μερικά αρκετά σημαντικά επεισόδια της εποχής του ύστερου καπιταλισμού, αλλά οι βασικοί μύθοι που περιγράφει είναι διαχρονικοί όσο και επίμονοι. Από τη διαχρονική ανικανότητα των συναδέλφων του οικονομολόγων να προβλέψουν οποιαδήποτε κρίση μέχρι το μύθο της δήθεν μετάβασης σε μια “post-industrial” εποχή, και από το μύθο της δήθεν ανικανότητας των κρατών να “επιλέγουν νικητές” και να κατευθύνουν επιτυχημένα την οικονομική δραστηριότητα μιας χώρας, μέχρι τον καταγέλαστο και καταφρονημένο, πια, μύθο των “trickle-down economics”, ο Τσανγκ τα αναλύει όλα με απλά λόγια και πετυχημένα παραδείγματα, εύστοχος, κατανοητός, λάβρος κι έξαλλος. Παραβλέποντας κάποιες μικρές επιμέρους αστοχίες (όπως η αναφορά στον Κάρλος Γκοσν της Nissan ως θετικό παράδειγμα), πρόκειται για μια υποδειγματική σύνοψη των προβλημάτων του σύγχρονου οικονομικού συστήματος που έχει επικρατήσει στον κόσμο μας. 

Σήμερα θέλω να σας γράψω εδώ για έναν από αυτούς τους μύθους, ίσως τον σημαντικότερο, και αυτόν που ο Τσανγκ αναλύει εναργέστερα και πληρέστερα από κάθε άλλο: τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. Θεωρητικά, οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας. Γεννήτριες νέων ιδεών, νεών τεχνολογιών, εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών που κάνουν τις ζωές όλων καλύτερες. Στην πράξη τα πράγματα δεν λειτουργούν ακριβώς έτσι, όμως, κυρίως επειδή τις τελευταίες δεκαετίες έχει αλλάξει εντελώς η μετοχική τους σύνθεση και, συνακόλουθα, το πλέγμα κινήτρων των ανθρώπων που τις διευθύνουν. Αν και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες και σε μεμονωμένες περιπτώσεις ιδρυτές ή μεγαλομέτοχοι εξακολουθούν να διατηρούν τον έλεγχο μεγάλων επιχειρήσεων, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η διοίκηση των επιχειρήσεων έχει περάσει σε επαγγελματίες μάνατζερ, και οι μέτοχοι έχουν μετατραπεί σε παθητικούς θεατές. Τη δεκαετία του ’80 ήταν που διαμορφώθηκε μια νέα κουλτούρα κινήτρων στις επιχειρήσεις: ότι οι επαγγελματίες μάνατζερ που τις διοικούν θα έπρεπε να δημιουργούν όσο το δυνατό μεγαλύτερα κέρδη για τους μετόχους. Αυτό ήταν το μοναδικό κίνητρο. Κέρδη για τους μετόχους, πάση θυσία. Τώρα. Αμέσως. Όσο μεγαλύτερα γίνεται. Για να γίνει σαφές το κίνητρο, οι αποδοχές και τα μπόνους των μάνατζερ αυξάνονταν ραγδαία, εάν και εφόσον μεγιστοποιούσαν τα κέρδη των μετόχων όσο το δυνατό γρηγορότερα, όσο το δυνατό περισσότερο. Και ποιες ήταν οι καλύτερες μέθοδοι για να επιτευχθεί αυτό; Ραγδαία μείωση του κόστους όπου αυτό ήταν εφικτό. Απολύσεις. Downsizing. Τα κέρδη να πηγαίνουν πρώτα σε μερίσματα και σε επαναγορά μετοχών, και μόνο μετά, αν περισσέψει τίποτε, σε επενδύσεις σε έρευνα ή ανθρώπινο δυναμικό. Είχε αυτό συνέπειες στην περαιτέρω ανάπτυξη και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα της εταιρείας; Ναι. Τους ένοιαζε; Όχι. Μέχρι τη δεκαετία του ’80 μόνο το 5% των κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων πήγαινε σε επαναγορά μετοχών, για να κρατηθεί η τιμή της μετοχής ψηλά. Πόσο έφτασε τη δεκαετία του 2000; Το 90% σε κάποιες περιπτώσεις.


Ως γλαφυρό και τρανταχτό παράδειγμα ο Τσανγκ φέρνει την General Motors, το καμάρι του Ντιτρόιτ, την εταιρεία που το 1950 ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στις ΗΠΑ. 59 χρόνια μετά, χρεοκόπησε.

Γιατί χρεοκόπησε η GM; Επειδή τα έκανε όλα λάθος. Όταν άρχισε να αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από ιαπωνικές, γερμανικές και κορεάτικες αυτοκινητοβιομηχανίες τις δεκαετίες του ’60, 70 και ’80, δεν επένδυσε σε νέες τεχνολογίες ή σε καινοτομία, για να φτιάχνει καλύτερα αυτοκίνητα. Αντίθετα, επένδυσε σε λόμπινγκ για να πείσει την κυβέρνηση να επιβάλει δασμούς και άλλα μέτρα προστατευτισμού εναντίον των “ξένων” εταιρειών. Τη δεκαετία του ’90, όταν πια τα ξένα αυτοκίνητα ήταν τόσο καλύτερα και αξιόπιστα που ούτε οι δασμοί δεν έφταναν για να την προστατεύσουν, τι λέτε ότι έκανε; Επένδυσε σε καινοτομίες, σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, σε έρευνα, στην βελτίωση του προϊόντος της; Όχι. Επένδυσε στις οικονομικές υπηρεσίες που προσέφερε στους πελάτες της, τα δάνεια που τους προσέφερε, δηλαδή, για να αγοράσουν αυτοκίνητο. Τα περισσότερα κέρδη της προέρχονταν από αυτές τις υπηρεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά ούτε αυτά τα κέρδη τα επένδυσε σε ανάπτυξη καλύτερων αυτοκινήτων -αντίθετα, άρχισε να εξαγοράζει ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες (τη Saab, την Daewoo) χωρίς όμως να αλλάξει το βασικό της πρόβλημα: ότι τα αυτοκίνητά της έμεναν όλο και πιο πίσω στον ανταγωνισμό. Αλλά σε όλη αυτή την περίοδο λανθασμένων αποφάσεων, συνέβαινε και κάτι άλλο: οι απολαβές των μάνατζερ της GM εκτοξεύονταν στα ουράνια. Οι ακριβοπληρωμένοι CEOs της εταιρείας διαδοχικά έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να στηρίξουν βραχυπρόθεσμα τη μετοχή και να ικανοποιήσουν τους μετόχους. Απέλυαν κόσμο, μείωναν κόστη και τα όποια κέρδη τα έδιναν σε μερίσματα και σε επαναγορά μετοχών για να μένουν οι μέτοχοι χαρούμενοι, όχι σε επενδύσεις για να επιβιώσει η εταιρεία. Οι μέτοχοι δεν το έβλεπαν αυτό που συνέβαινε; Δεν το καταλάβαιναν; Μα δεν τους ένοιαζε. Δεν ήταν μακροχρόνιοι μέτοχοι. Ο Τσανγκ εξηγεί παραστατικά ότι, αντίθετα με ότι θα υπέθετε κανείς, οι μέτοχοι είναι οι λιγότερο στενά συνδεδεμένοι παράγοντες που σχετίζονται με μια επιχείρηση.

Ένας εργαζόμενος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εταιρεία στην οποία εργάζεται. Το να φύγει και να πάει αλλού δεν είναι μικρό πράγμα, είναι απόφαση ζωής. Μια άλλη εταιρεία που είναι προμηθευτής της εταιρείας εξαρτάται επίσης από τη συνεργασία τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δεν μπορεί να αλλάξει πελάτες πάρα πολύ εύκολα ή αψήφιστα. Αντίθετα, οι μέτοχοι μπορούν να αγοράσουν ή να πουλήσουν τις μετοχές τους μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι οι μετοχές που τους ανήκουν να έχουν ολοένα μεγαλύτερη αξία, και να τους αποδίδουν ολοένα μεγαλύτερα μερίσματα. Αυτό δεν ισχύει για κάποιους μεγαλομέτοχους, ή κάποιους ιδρυτές εταιρειών που έχουν πολλές μετοχές και την πονάνε την εταιρεία, ή που έχουν δεμένο μεγάλο μέρος της περιουσίας τους σε αυτήν. Αλλά στις σύγχρονες αγορές με την τεράστια διασπορά, οι περισσότεροι μέτοχοι είναι μικρομέτοχοι. Κι οι μικρομέτοχοι φεύγουν με το παραμικρό. Οπότε ο σύγχρονος καπιταλισμός στηρίζεται αποκλειστικά σε μια δομή κινήτρων που είναι σχεδιασμένη να υπηρετεί την ομάδα που ενδιαφέρεται λιγότερο για την υγεία και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στον αντίκτυπο των επιχειρήσεων στις κοινωνίες, στο περιβάλλον και στην ίδια την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό το πλέγμα κινήτρων μετατρέπει τις εταιρείες από πυλώνες της ανάπτυξης σε μηχανισμούς αρπαχτής. Γίνονται προσπάθειες εισαγωγής άλλων μηχανισμών για να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο και για να ξαναγίνει η επιχειρηματικότητα “υγιής” (τα κριτήρια ESG είναι μια τέτοια προσπάθεια) αλλά η ανάγκη αυτή δεν έχει γίνει ακόμα επιτακτική, γιατί οι περισσότεροι παράγοντες του οικονομικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων και των καταναλωτών) δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα το μέγεθος του προβλήματος. Κι αυτό ίσχυε την εποχή που τα έγραψε αυτά ο Τσανγκ, αλλά ισχύει εξίσου και σήμερα. Ο Τσανγκ αναφέρει ότι (ήδη από το 2011) κάποιες άλλες χώρες (κυρίως βορειοευρωπαϊκές) έκαναν κάποια πράγματα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Διευκολύνουν τη διατήρηση του ελέγχου από τους ιδρυτές, ή επιβάλλουν τη συμμετοχή των συνδικάτων ή άλλων φορέων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Με αυτό τον τρόπο οι παράγοντες που έχουν συμφέρον από τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας υπερτερούν αυτών που έχουν συμφέρον από το βραχυπρόθεσμο πάση-θυσία κέρδος -ή, έστω, έχουν κάποιο λόγο στη λήψη των αποφάσεων. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, η ορθοδοξία της μεγιστοποίησης του κέρδους για τους μετόχους εξακολουθεί, επίμονα, να κυριαρχεί.

Από το 1986 μέχρι το 2002 η General Motrors δαπάνησε $20,4 δισ για επαναγορά των μετοχών της, για να κρατήσει τη μετοχή της ψηλά. Ένας αμερικανός οικονομολόγος υπολόγισε πως αν, αντί να τα δώσει για να επαναγοράσει τις μετοχές, απλά τα άφηνε αυτά τα κέρδη στην τράπεζα για να τοκίζονται, θα είχε τα $35 δισ που χρειαζόταν το 2009 για να μη χρεοκοπήσει. Και δεν θα χρεοκοπούσε. Και δεν θα πλήρωναν οι αμερικανοί φορολογούμενοι να για σώσουν το ναυάγιο στο οποίο την οδήγησαν αλλεπάλληλοι χρυσοπληρωμένοι CEOs και το πλιάτσικο των αρπακτικών μετόχων. Όπως γίνεται τόσο συχνά, πια, σε τόσους σημαντικούς κλάδους. με τόσο οδυνηρές συνέπειες για όλους.


Πηγή: Θ.Γεωργακόπουλος-Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου