Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Εταιρικά ομόλογα

Σ΄ ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και επιτοκίων οι ιδιώτες επενδυτές αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για τις αποταμιεύσεις τους.

Η πρόσφατη επιτυχής έκδοση του ομολόγου της Mytilineos ξαναβάζει μπροστά την αγορά εταιρικών ομολόγων και το σημαντικότερο είναι ότι το 91,2% των ομολογιών κατευθύνθηκε σε ιδιώτες επενδυτές, που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ.

Η αγορά ομολόγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών αποτελεί μία ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά στην οποία διαπραγματεύονται σήμερα 20 ομόλογα, προερχόμενα από όλους τους νευραλγικούς και δυναμικούς κλάδους του ελληνικού επιχειρείν.

Εταιρικά ομόλογα, εισηγμένα στο Χρηματιστήριο Αθηνών με λήξεις από 3 έως 7 έτη και ενδεικτικές αποδόσεις από  3,75% έως 6,75% είναι ευθέως ανταγωνιστικά των καταθέσεων, ακόμη και των προθεσμιακών. Αν και το ελληνικό χρηματιστήριο προσφέρει υψηλές αποδόσεις και οι εκτιμήσεις είναι ιδιαίτερα θετικές για τη συνέχεια, οι επενδυτές που δεν επιθυμούν υψηλό ρίσκο για επένδυση σε μετοχές, μπορούν να επενδύσουν και στην αγορά ομολόγων του Χρηματιστηρίου, η οποία μέχρι σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής.

Τα πλεονεκτήματα από την επένδυση σε εταιρικά ομόλογα είναι:

– Ελκυστικές Αποδόσεις: Με τις προθεσμιακές καταθέσεις να έχουν υποχωρήσει σε σχέση με τα επίπεδα των προηγούμενων ετών, οι επενδυτές μπορούν να διαφοροποιήσουν τα χρήματα που έχουν στην άκρη με τοποθέτηση ενός τμήματος των διαθέσιμων χρημάτων τους σε εταιρικά ομόλογα που προφέρουν ελκυστικότερες αποδόσεις.
-Τακτικό Εισόδημα: Επενδυτές που επιθυμούν να έχουν μια, όσο το δυνατόν, σταθερή απόδοση με τη μορφή μιας σταθερής ροής πληρωμών κάθε χρόνο από τα κουπόνια, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα εταιρικά ομόλογα για να έχουν ένα τακτικό εισόδημα. Ταυτόχρονα αναμένουν στη λήξη την αποπληρωμή του κεφαλαίου που έχουν επενδύσει.
-Διασπορά: Με τη διασπορά τμήματος του χαρτοφυλακίου ενός επενδυτή σε περισσότερα εταιρικά ομόλογα διαφορετικών εταιρειών και κλάδων επιτυγχάνεται μείωση του συνολικού κινδύνου επένδυσης.

Όπως και σε όλα τα ομόλογα, στα εταιρικά ομόλογα η τιμή τους αυξάνει σε περίπτωση υποχώρησης των επιτοκίων και αντίστροφα, η τιμή τους μειώνεται σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων. Επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι ο χρόνος ωρίμανσης του ομολόγου τόσο μεγαλύτερη είναι η επίπτωση στη μεταβολή της τιμής του ομολόγου. Δηλαδή, δύο ομόλογα με το ίδιο σταθερό επιτόκιο και διαφορετικές χρονικές διάρκειες ωρίμανσης έχουν διαφορετική συμπεριφορά σε περίπτωση μεταβολής των επιτοκίων. Το ομόλογο με την  μεγαλύτερη χρονική διάρκεια ωρίμανσης παρουσιάζει συνήθως την μεγαλύτερη μεταβολή.
Σε περίπτωση όμως όπου ένας επενδυτής έχει αγοράσει ένα ομόλογο και σκοπεύει να το διακρατήσει μέχρι τη λήξη του, δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από μεταβολές των επιτοκίων αφού είναι δεδομένο ότι θα αποπληρωθεί στην ονομαστική αξία του ομολόγου.

Όταν αυξάνονται τα επιτόκια, νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων αναμένεται να έλθουν στην αγορά με μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές των παλαιότερων, έτσι οι τιμές των παλαιότερων εκδόσεων υποχωρούν.

Όταν μειώνονται τα επιτόκια, νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων αναμένεται να έλθουν στην αγορά με μικρότερες αποδόσεις από αυτές των παλαιότερων, έτσι οι τιμές των παλαιότερων εκδόσεων ανεβαίνουν.

Είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζει ένας επενδυτής ότι η τιμή πώλησης ή αγοράς εταιρικών ομολόγων πριν από τη λήξη τους μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία  του ομολόγου κατά τη λήξη.

Μια σειρά από οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν το επίπεδο και την τάση των επιτοκίων. Τα επιτόκια συνήθως τείνουν να αυξάνουν σε μια οικονομία που αναπτύσσεται και, αντίθετα, να μειώνονται σε μια οικονομία σε ύφεση. Παρομοίως, αύξηση του πληθωρισμού  οδηγεί σε αύξηση επιτοκίων (αν και σε κάποιο σημείο η ίδια η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί αύξηση πληθωρισμού) και αντίστροφα.


Η απόδοση είναι η βασικότερη έννοια που πρέπει να κατανοήσει όποιος επενδύει σε εταιρικά ομόλογα γιατί είναι αυτό που διαφοροποιεί τις επενδύσεις σε ομόλογα και επιτρέπει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.

Ουσιαστικά η απόδοση εκφράζει το ποσοστό κέρδους ή ζημίας από την αγορά του ομολόγου, το οποίο βασίζεται στην τιμή αγοράς και τον τόκο που θα αποκομίζει μέσω των κουπονιών ο επενδυτής. Στην πράξη, η απόδοση μεταβάλλεται παρακολουθώντας τη μεταβολή της τιμής του ομολόγου.

Για παράδειγμα, αγοράζει κάποιος ένα ομόλογο σταθερού κουπονιού και το κρατά για 1 έτος, κατά την διάρκεια του οποίου ανεβαίνουν τα επιτόκια, και στη συνέχεια το πουλά. Με βάση αυτά που αναφέραμε παραπάνω, η τιμή πώλησης θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από την τιμή αγοράς. Αν και ο επενδυτής που θα το αγοράσει θα εισπράξει κουπόνι σε ευρώ ίδιο με εμάς που του πουλήσαμε το ομόλογο και θα λάβει στη λήξη την ίδια ονομαστική αξία, η απόδοση του αγοραστή είναι υψηλότερη από τη δική μας γιατί, απλά, αγόρασε το ομόλογο σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που το αγοράσαμε εμείς.


Πηγή: mikrometoxos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου